Οι επιστήμονες παρατήρησαν ότι οι παχύτερες και πιο πεινασμένες μητέρες είχαν επίσης θεωρήσει ότι τα παιδιά τους πεινούσαν εξίσου πολύ.
Όσο πιο πεινασμένοι είναι οι γονείς την ώρα του φαγητού, τόσο περισσότερο ταΐζουν τα παιδιά τους, σύμφωνα με αμερικανική μελέτη που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό έντυπο Journal of Human Nutrition and Dietetics.
Επιστημονική ομάδα του Πανεπιστημίου της Φλόριντα, με επικεφαλής την Σαρα Στρομπεργκ, κλινική ψυχολόγο και διδακτορική φοιτήτρια στο τμήμα Κλινικής Και Ψυχολογίας της Υγείας στο Κολέγιο Δημόσιας Υγείας και Επαγγελματιών Υγείας του πανεπιστημίου, διενέργησε μικρή πιλοτική μελέτη.
Έλαβαν μέρος 29 παιδιά 3-6 ετών και οι μητέρες τους. Οι μαμάδες κλήθηκαν να βαθμολογήσουν πόσο πεινούσαν οι ίδιες και τα παιδιά τους πριν από ένα γεύμα. Μεταξύ εκείνων που ήταν υπέρβαρες ή παχύσαρκες, όσες είχαν δώσει μεγάλο βαθμό στην πείνα τους επίσης θεωρούσαν ότι και τα παιδιά τους πεινούσαν πολύ και έτσι τους έδιναν μεγαλύτερες μερίδες φαγητού.
Συγκεκριμένα, κάθε ζευγάρι μητέρας-παιδιού αξιολογήθηκε κατά τη διάρκεια παιχνιδιού ή γεύματος. Μετά από μια δεκάλεπτη ψυχαγωγική δραστηριότητα, οι μητέρες συμπλήρωσαν ένα ερωτηματολόγιο με δημογραφικά στοιχεία και βαθμολόγησαν επίσης πόσο πεινούσαν οι ίδιες και τα παιδιά, σε μια κλίμακα από το 1 (καθόλου) έως το 7 (πάρα πολύ). Επίσης, οι ερευνητές μέτρησαν το ύψος και το βάρος των συμμετεχόντων.
Στην συνέχεια παρουσίασαν στις μαμάδες και τα παιδιά επιλεγμένα τρόφιμα και ποτά και ζήτησαν στις μητέρες να σερβίρουν τα παιδιά και τους εαυτούς τους. Οι επιλογές των τροφών ήταν τέτοιες που να είναι κατάλληλα και για τα παιδιά, όπως λαχανικά, φρούτα και τυρί σε φέτες, μπισκότα, κρακερς, μακαρόνια με τυρί, λαζάνια λαχανικών, κροκέτες κοτόπουλου, νερό, γάλα και χυμός μήλου. Όλες οι μερίδες ζυγίστηκαν πριν σερβιριστούν. Κατά τη διάρκεια του φαγητού, εκπαιδευμένοι ερευνητές παρατηρούσαν τα παιδιά και τις μαμάδες και κατέγραφαν την ποσότητα που είχε σερβιριστεί και καταναλωθεί.
Οι επιστήμονες παρατήρησαν ότι οι παχύτερες και πιο πεινασμένες μητέρες είχαν επίσης θεωρήσει ότι τα παιδιά τους πεινούσαν εξίσου πολύ. Επίσης, αυτές έτειναν να σερβίρουν στα παιδιά μεγαλύτερη ποσότητα φαγητού από τις γυναίκες που είχαν υγιές βάρος.
Διαπίστωσαν ακόμα ότι, ανεξαρτήτως του μητρικού βάρους ή την αντίληψη περί πείνας, οι περισσότερες συμμετέχουσες σέρβιραν στα παιδιά τους μερίδες μεγαλύτερες από τις ημερήσιες συνιστώμενες. Συγκεκριμένα, σέρβιραν καρά μέσο όρο 573 θερμίδες στο παιδί, και τα παιδιά κατανάλωσαν κατά μέσο όρο 445 θερμίδες. Η ημερήσια συνιστώμενη κατανάλωση θερμίδων για παιδιά 3-6 ετών είναι 1.000-1.400 θερμίδες και ιδανικά το κάθε γεύμα δεν θα πρέπει να ξεπερνά τις 400.
«Επειδή τα μικρά παιδιά δεν έχουν την ικανότητα ακόμα να αναγνωρίσουν πότε αισθάνονται χορτάτα, όσο περισσότερο φαγητό τους δώσει κανείς, τόσο περισσότερο θα φάνε» εξηγεί η ερευνήτρια.
«Αν αρχίσουμε να αναγνωρίζουμε παράγοντες που μπορεί να επηρεάζουν την ποσότητα της τροφής που οι γονείς σερβίρουν στα παιδιά, τότε ενδεχομένως να μπορούμε να επέμβουμε πιο αποτελεσματικά και να συμβάλλουν στην εδραίωση υγιεινών διατροφικών συνηθειών από νωρίς» συμπληρώνει ο συγγραφέας της μελέτης Ντέιβιντ Τζανικ, καθηγητής Κλινικής και Ψυχολογίας της Υγείας.
Οι ερευνητές αναγνωρίζουν την ανάγκη διεξαγωγής μεγαλύτερης κλίμακας μελέτης, επειδή το κλινικό δείγμα ήταν μικρό. Στόχος τους είναι να μετρήσουν το σύνολο των θερμίδων που καταναλώνουν τα παιδιά κατά τη διάρκεια της ημέρας και γενικώς να παρατηρήσουν παιδιά και γονείς στο οικογενειακό περιβάλλον, αντί των εργαστηριακών συνθηκών που έγινε η παρούσα μελέτη.
Πηγή: in.gr