Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στην εγκύκλιο «Η Ελλάδα είναι χώρα χαμηλής ενδημικότητας για τη φυματίωση και στις συνθήκες αυτές ο καθολικός εμβολιασμός παιδιών της Α' Δημοτικού δεν έχει επαρκή αποτελεσματικότητα. Για το λόγο αυτό συνιστάται επικέντρωση στον εμβολιασμό κατά τη γέννηση (ή έως την ηλικία των 5 ετών) των παιδιών που βρίσκονται σε αυξημένο κίνδυνο. Καθολικός αντιφυματικός εμβολιασμός σε παιδιά ηλικίας Α' Δημοτικού δεν εφαρμόζεται πλέον σε χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης». Και συνεχίζει: «Κατόπιν εισηγήσεων της Εθνικής Επιτροπής Εμβολιασμών (Σχετικά 5,6,8) που έγιναν αποδεκτές από την πολιτική ηγεσία του υπουργείου Υγείας αποφασίστηκαν τα ακόλουθα: – Η διακοπή της εφαρμογής καθολικού αντιφυματικού εμβολιασμού (εμβόλιο BCG) στα παιδιά της Α' Δημοτικού. – Το Εθνικό Πρόγραμμα Εμβολιασμών τροποποιείται ως ακολούθως:
-
- Η πρόληψη της φυματίωσης συστήνεται να γίνεται με εμβολιασμό με BCG στη γέννηση σε νεογνά αυξημένου κινδύνου όπως αυτά περιγράφονται παρακάτω:
- Νεογνά μεταναστών που προέρχονται από χώρες με υψηλό ή μέσο δείκτη φυματιώδους διαμόλυνσης ή που ζουν σε δυσχερείς συνθήκες.
- Νεογνά αθιγγάνων καθώς και άλλων πληθυσμιακών ομάδων που ζουν σε συνθήκες ομαδικής διαβίωσης.
- Νεογνά μητέρων που έχουν μολυνθεί με τον ιό hiv (εξαιρούνται βρέφη που έχουν ήδη συμπτωματολογία βρεφικού AIDS).
- Νεογνά οικογενειών που πρόκειται να μετακινηθούν σε χώρες με υψηλό ή μέσο δείκτη φυματιώδους διαμόλυνσης.
Νεογνά στο άμεσο περιβάλλον των οποίων υπάρχει άτομο με ενεργό φυματίωση, το οποίο δε συμμορφώνεται στη θεραπεία ή πάσχει από πολυανθεκτική νόσο και το παιδί δεν μπορεί να απομακρυνθεί.
Ο εμβολιασμός με BCG συστήνεται επίσης σε μεγαλύτερα βρέφη και παιδιά μέχρι και την ηλικία των 5 ετών που ανήκουν στις προαναφερθείσες ομάδες αυξημένου κινδύνου και δεν έχουν εμβολιαστεί με BCG».