Μια καναδική επιστημονική έρευνα, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι μαγνητικές τομογραφίες που διενεργούνται στο κρίσιμο πρώτο τρίμηνο της εγκυμοσύνης, χωρίς χρήση σκιαγραφικής ουσίας, δεν αυξάνουν τον κίνδυνο θανάτου του μωρού, είτε πρόκειται για δίδυμα είτε όχι.
Οι μαγνητικές, θεωρούνται γενικά ασφαλείς στο δεύτερο και στο τρίμηνο της κύησης, αλλά υπήρχε αβεβαιότητα κατά πόσο ισχύει το ίδιο και στο πρώτο τρίμηνο.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον καθηγητή Τζόελ Ρέι της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου και του Νοσοκομείου του Αγίου Μιχαήλ του Τορόντο, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο αμερικανικό ιατρικό περιοδικό JAMA, ανέλυσαν στοιχεία για πάνω από 1,4 εκατομμύρια τοκετούς μεταξύ 2003 – 2015.
Οι επιστήμονες συνέκριναν όσες έγκυες είχαν κάνει μαγνητική στην αρχή της εγκυμοσύνης τους, με όσες δεν είχαν κάνει. Περίπου μία έγκυος στις 250 κάνει μαγνητική κατά την εγκυμοσύνη της και, από αυτές, μία στις 1.200 κατά το πρώτο τρίμηνο. Διαπιστώθηκε ότι, η διενέργεια μαγνητικής δεν αυξάνει τον κίνδυνο για την γέννηση παιδιού νεκρού, θνησιγενούς ή με σοβαρές βλάβες, όπως απώλεια όρασης ή ακοής, καρκίνο κ.α. «Η πραγματοποίηση μαγνητικής τομογραφίας στα πρώτα στάδια της κύησης, δεν φαίνεται να αλλάζει την ανάπτυξη του εμβρύου», δήλωσε ο Τζόελ Ρέι.
Δεν ισχύει όμως το ίδιο για τις μαγνητικές με ενδοφλέβια χρήση γαδολίνιου ως σκιαγραφικής ουσίας, η οποία αυξάνει τον κίνδυνο επιπλοκών για το μωρό. Αν και ο κίνδυνος παραμένει μικρός, οι επιστήμονες συστήνουν να αποφεύγεται η χρήση γαδολίνιου κατά την εγκυμοσύνη.
Το σώμα του ενηλίκου αποβάλλει μέσω των ούρων την εν λόγω χημική ουσία, η οποία προσδίδει μεγαλύτερη αντίθεση και καθαρότητα στις μαγνητικές, όμως το έμβρυο που εκτίθεται στο γαδολίνιο μέσω του μητρικού πλακούντα, ουρεί και καταπίνει ξανά τη σκιαγραφική ουσία, που βρίσκεται συνεχώς στο αμνιακό υγρό έως τον τοκετό.
Αν όμως οι γιατροί κρίνουν ότι η έγκυος πρέπει να κάνει μαγνητική με σκιαγραφικό, τότε αυτό αποτελεί προτεραιότητα, παρά τους πιθανούς κινδύνους για το μωρό.